- τορπιλισμός
- ο1. εκσφενδόνιση τορπίλης: Τρίτος τορπιλισμός.2. ανατίναξη με τορπίλη: Τορπιλισμός της «Έλλης».3. μτφ., με ύπουλες ενέργειες ματαίωση προσπάθειας: Τορπιλισμός των συνεννοήσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.